- ξεπάγιασμα
- το [ξεπανιάζω]1. το αποτέλεσμα τού ξεπαγιάζω, πάγωμα από πολύ κρύο2. σφοδρό ψύχος, πολύ κρύο3. στον πληθ. τα ξεπαγιάσματατα χείμετλα, οι χιονίστρες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεπάγιασμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του ξεπαγιάζω: Τι ξεπάγιασμα είναι τούτο; 2. στον πληθ., ξεπαγιάσματα το πάγωμα, αλλ. χιονίστρες: Έχω ξεπαγιάσματα στα πόδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάλκη — μάλκη, ἡ (Α) 1. η νάρκη, το μούδιασμα που προκαλείται στα μέλη τού σώματος λόγω υπερβολικού ψύχους 2. χιονίστρα, κρυοπάγημα, ξεπάγιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το μαλακός* προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες] … Dictionary of Greek
μάργωμα — (I) το, και μαργωμάδα, η [μαργώνω (I)] μούδιασμα, νάρκη που προκαλείται από το ψύχος, ξεπάγιασμα. (II) το [μαργώνω (II)] φθινοπωρινή γεωργική εργασία με την οποία εμπλουτίζεται το χώμα με την προσθήκη και ανάμιξη μάργας … Dictionary of Greek
κρυοπάγημα — το, ατος η νέκρωση των άκρων του ανθρώπινου σώματος, ξεπάγιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάργωμα — το, ατος το κρύωμα, το πάγωμα, το ξεπάγιασμα, το μούδιασμα από το κρύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)